ἐνθαλασσίοις

ἐνθαλασσίοις
ἐνθαλάσσιος
masc/fem/neut dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενθαλάσσιος — ἐνθαλάσσιος και αττ. τ. ἐνθαλάττιος, ον (Α) αυτός που βρίσκεται στη θάλασσα, ο θαλάσσιος («νεῶν ποιμαντῆρσιν ἐνθαλασσίοις» στους θαλασσινούς κυβερνήτες τών πλοίων, Σοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”